- συνεγγράφω
- σύν-ἐγγράφωmake incisions intopres subj act 1st sgσύν-ἐγγράφωmake incisions intopres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεγγράφω — ΜΑ [ἐγγράφω] εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον μσν. ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek